- προομαλύνω
- προομᾰλύνω,A make level or even first, Pl.Ti.50e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προομαλύνω — Α [ὁμαλύνω] ομαλύνω, καθιστώ προηγουμένως κάτι ομαλότερο … Dictionary of Greek
προομαλύναντες — προομαλύ̱ναντες , προομαλύνω make level aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)